βελόνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βελόνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βελόνα ἡ, (Ι) κοιν. βιλόνα βόρ. ἰδιώμ. βεουόνα Νάξ. (Φιλότ.) βολόνα Ἀστυπ. Κάλυμν. Κάρπ. Κῶς Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Σέριφ. Σιφν Σύμ. Τῆλ. βοόνα Νάξ. (Φιλότ.) βολένα Ἰων. (Καράμπ) βελόνη Εὔβ. (Πλατανιστ.) Ζάκ. Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) κ.ἀ. βιλό’ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἴμβρ. Σάμ. βολόνη Μεγίστ. Γενικ. βελονῆς πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βελόνη κατὰ τὰ πολλὰ θηλ. ὀν. εἱς-α. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,78. Τὸ βολένα κατὰ μετάθεσιν.
Σημασιολογία
1) Βελόνη τοῦ ραψίματος κοιν.: Φρ. Δουλεύει τὴ βελόνα (εἴναι ράπτης). Μὲ τὴ βελόνα παλεύει (ἐπὶ πτωχῆς ραπτρίας). Ζῇ ἀπὸ τὴ βελόνα (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Ἀπὸ τὴ βελόνα εἶναι (ἐπὶ καινουργοῦς ἐνδύματος). Βελόνα δὲν πέφτει κάτω (ἐπὶ συναθροίσεως πολλοῦ πλήθους). Θὰ χάσῃ ἡ Βενετιὰ βελόνα (εἰρων. ἐπὶ ζημίας ἀναξίας λόγου) κοιν. Ἀπὸ βελονῆς (ἐπὶ καινουργοῦς ἐνδύματος) πολλαχ. Τὸν πέρασα ἀπὸ τὴν τρῦπα τῆς βελόνας (τὸν καθύβρισα, τὸν ἐξηυτέλισα) Δεξ. Μ’Εγκυκλ. Ἀπὸ βελόνα ὥς κλωστὴ (ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, λεπτομερῶς) ’Ιων. (Κρήν.) Δὲν ἀγγίζει μεσιˬακὴ βελόνα (δὲν ἀσχολεῖται μὲ καμμίαν ἐργασίαν) Ζάκ. Γυρεύ’ ᾽πὲ τὴ βελόνα πηγάδ’ ν᾿ ἀνοίξ’ (ἐπὶ τοῦ ματαιοπονοῦντος) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Δὲ θὰ σοῦ δώσω οὐδὲ σὰ dὴ μύτι τῆς βελόνας (οὐδὲ τὸ ἐλάχιστον) Κρήτ. Δὲν ἔχει ὥς μύτις βολόνας πρᾶμα (οὐδὲν κέκτηται) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Παροιμ. Ὅπο͜ιος δὲ ψηφᾷ τὴ βελόνα χάνει τὸ καρφί (ὁ ἀδιαφορῶν διὰ μικρὰ ὑφίσταται μεγαλυτέρας ζημίας) Κρήτ. Ἕνας κάνει τὴ βελόνα κιˬ ἄλλος τρυπάει ᾿ς τὸν κόλο (ἐπὶ τοῦ ἀναγκαίου καταμερισμοῦ τῶν ἔργων) Αἴγιν. Κ’ ἰσὺ κακὸ bάλουμα κ' ἰγὼ κακιὰ βιλό’ (πρὸς τοὺς κακοὺς φέρεταί τις κακῶς) Μάδυτ. Ἡ βελόνα κ᾿ ἡ κλωστὴ | κάνουν ράφταινα σωστὴ (ὁ ἔχων τὰ χρειώδη δύναται νὰ ἐπιχειρήσῃ πᾶν ἔργον) Κρήτ. || Γνωμ. Τ’ Ἀντιπάσχου τὴ Δευτέρα μηὲ ράμμα ᾿ς τὴ βελόνα (κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην τηρεῖται ἀπόλυτος ἀργία) Ρόδ. || Αἴνιγμ. Μακρὺς μακρὺς καλόγιρους βιλόνις φορτουμένους (ὁ ἀκανθόχοιρος) Λέσβ. 2) Μικρὰ μεταλλίνη βελόνη μὲ κεφαλήν, καρφίτσα πολλαχ Φρ. Ὁ κόμπος τῆς βελόνας (εἶδος κεντήματος εἰς τὰς ἄκρας τοῦ μανδηλίου) Σκῦρ. β) Καρφίτσα πολύτιμος χρησιμεύουσα ὡς κόσμημα Θήρ. Κάρπ. γ) Ὁ δείκτης τοῦ ὡρολογίου σύνηθ. δ) Ὁ δείκτης τῆς πυξίδος σύνηθ. 3) Ἧλος μετάλλινος πολλαχ. 4) Βελόνη μακρὰ χρησιμεύουσα εἰς τὸ πλέξιμον τῆς κάλτσας Κέρκ. Κεφαλλ. β) Βελόνη μήκους δύο σπιθαμῶν ἐκ σύρματος πλατέος χρησιμεύουσα εἰς τὸ ἀρμάθιασμα τῶν φύλλων καπνοῦ Αἰτωλ. 5) Ἡ ἀκωκὴ τοῦ ἄξονος τοῦ μύλου Εὔβ. (Πλατανιστ.) 6) Μετάλλινος ἄξων αἰχμηρὸς κατὰ τὴν βάσιν ἐπὶ τοῦ ὁποίου στηρίζεται καὶ μὲ τὸν ὁποῖον περιστρέφεται ὁ τροχὸς τῶν πηλοπλαστῶν Ἀθῆν. Κύδν. Σιφν κ.ἀ. 7) Μεταλλίνη ράβδος τοῦ ροδανιοῦ εἰς τὴν ὁποίαν προσαρμόζεται τὸ μασούρι καὶ περιστρέφεται πρὸς ἀναπήνισιν τοῦ νήματος Σέριφ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) 8) Μετάλλινον ἔλασμα προσηρμοσμένον καθέτως εἰς τὴν πρύμνην τοῦ πλοίου ἢ τῆς λέμβου εἰς τὸ ὁποῖον προσαρμοζόμενον στηρίζεται καὶ περιστρέφεται τὸ πηδάλιον σύνηθ. Συνών. βελόνι 3. 9) Λεπτὴ σιδηρᾶ ράβδος χρησιμεύουσα εἰς τὰ χυτήρια εἰς τὴν διάνοιξιν ὀπῶν πρὸς ἐξανεμισμὸν τοῦ τηκομένου μετάλλου σύνηθ. 10) Βελονίδα 4, ὃ ἰδ., πολλαχ. 11) Εἶδος σκώληκος λευκοῦ διατρυπῶντος τὰ γεώμηλα. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μέσ’ ’ς τὴ gαρδιˬὰ τσῆ πατάτας πάει καὶ περνᾷ ἡ βολόνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA