γκρεμοφαγωμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεμοφαγωμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Μετοχή

Τυπολογία

γκρεμοφαγωμένος μετοχ. ἐνιαχ. κρεμ-μοφαωμένος Κάρπ. Κάσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκρεμός, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ κρεμμός, καὶ τῆς μετοχ. φαγωμένος, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ φαωμένος.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ἀρᾶς, προληπτικῶς, ἐκεῖνος περὶ τοῦ ὁποίου εὐχόμεθα νὰ φονευθῇ διὰ κατακρημνισμοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Μονοσύναξε, κακομοίρα, τὰ κρεμ-μοφαωμένα σου, τσ᾽ ἐρημάξα τὸ τ-τσῆ-πο (μονοσύναξε = συγκέντρωσε ταχέως) Κάρπ. ᾽Σ τὸ κ-κρεμ-μοφαωμένο, ποὺ νὰ τὸ φ-φάῃ ἡ βλάτ-τα (βλάτ-τα = ἡ νόσος εὐλογία) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/