γκρεμοφορῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρεμοφορῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκρεμοφορῶ ἐνιαχ. gρεμ-μοφορῶ Σύμ. γκρεμ-μοχορῶ Ρόδ. gρεμ-μοφορίτζω Σύμ. gρεμ-μοφορίζ-ζω Σύμ. Μέσ. gρεμ-μοφορίζ-ζομαι Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκρεμός, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ οἱ τὐπ. γκρεμ-μὸς καὶ γρεμ-μός, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ –φορῶ, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 251. Περὶ τῆς τροπῆς τοῦ φ εἰς χ εἰς τὸν τύπ. γκρεμμοχορῶ βλ. Χ. Παντελίδ., Φωνητ., 39.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Μετβ., κατακρημνίζω τινὰ Σύμ.: Ὄμορφα, νὰ μὴ σὲ γρεμ-μοφορήσω! Καὶ ἀμτβ., κατακρημνίζομαι Ρόδ. Σύμ.: Θῶρε νὰ μὴν ἠgρεμ-μοφορήσῃς ἀποὺ τὰ σκαλιά! Σύμ. Ὄμορφα, μὴν-ε-γκρεμοχορήσῃς (πρόσεχε...) Ρόδ. 2) Μεταφ., καταστρέφω τινὰ Σύμ.: Φρ. Μωρή, ἐgρεμ-μοφό-ρισα τὸ παιδάκιμ-μου ἀπὸ τοῦ Δισαλώνου (ὄν. ὑψηλοῦ κρημνοῦ· ἐπὶ τῶν ἀποτυγχανόντων οἰκτρῶς εἰς τὰς προσδοκίας των). 3) Ἀποπέμπω τινὰ σκαιῶς Σύμ.: Ἐgρεμ-μοφόρισά το g᾽ ἔφυεχ-χωρίς νὰ πῇ τίποτε. Β) Μέσ. 1) Κατακρημνίζομαι Σύμ.: Ἐgρεμ-μοφορίστη g᾽ ἐχτύπησα ᾽ς τὸ κούτελ-λο ‖ ᾌσμ. Γ-οὕλες οἱ πικραdζούμενες ἐλάτ᾽ νὰ μαευτοῦμε, κ᾽ ἐγὼ θὰ κάμω τόσ-σεφτὲ ν-νὰ gρεμ-μοφοριστούμε. 2) Μεταφ. συνήθως κατὰ προστ., ἀπέρχομαι βιαίως Σύμ.: Ἐgρεμ-μοφορίστησα g-gαὶ φύα. Gρεμ-μοφορίσου ἀπέδω, μύξη!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA