γκρενὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρενὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γκρενὰ ἐπίθ. ἄκλ. σύνηθ. gρινὰ Ἄνδρ. (Κόρθ.) γκρινὸ Ἁλόνν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Γαλλ. grenαt = πολύτιμος λίθος χρώματος ὁμοίου πρὸς τὸ τοῦ καρποῦ ροιᾶς.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων χρῶμα ὅμοιον πρὸς τὸ τοῦ καρποῦ ροιᾶς, ζωηρῶς ἐρυθρὸς σύνηθ.: Ὕφασμα-φόρεμα-βελοῦδο-κουρτίνα γκρενὰ σύνηθ. Δὲν ἔβλεπε τὴν ὥρα νὰ βραδυˬάσῃ, γιˬὰ νὰ φανῇ ᾿ς τὸ μαγαζὶ τὸ γκρενὰ ἐκεῖνο καπελάκι μὲ τὸ ἄσπρο φτερὸ Γ. Ξενόπ., Κόσμος, 159. || Ποίημ. Κανεὶς διˬαβάτης δὲν περνᾷ, κανένα αὐτὴ δὲν καρτερεῖ, ποὺ ᾽ς τὸ μπαλκόνι ὀρθὴ φορεῖ τὸ γιˬορτινό της τὸ γκρενὰ Ζ. Παπαντ., εἰς Ἀνθολ Η. Ἀποστολίδ., 336. Ν᾽ ἀναγαλλιˬῶ ᾽ς τὶς μυρουδιˬὲς π᾽ ἀφίνουν τὰ χαγιˬάτιˬα μὲ τὰ γκρενὰ γαρούφαλα καὶ τοὺς βασιλικοὺς Π. Στυλίτ., εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 458.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/