γκρέπι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρέπι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκρέπι τό, Ἤπ. (Θεσπρωτ. Παραμυθ. κ.ἀ.) Σαλαμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀλβαν. grep = ἄγκιστρον.
Σημασιολογία
1) Ἀγκιστρον ἁλιείας Σαλαμ. β) Ἄγκιστρον ἐνδύματος Σαλαμ. 2) Μικρὸς ἀργυροῦς ἢ χρυσοῦς δίσκος κρεμώμενος ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ διὰ πολλῶν καὶ μακρῶν ἁλύσεων Ἤπ. (Θεσπρωτ. Παραμυθ. κ.ἀ.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκρέπης Ἤπ. (Ἰωάνν. Καναλλάκ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA