γκριβάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκριβάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκριβάρω ἐνιαχ. gριβάρω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) gριβέρνω Νάξ. (Βόθρ.) γκριβάρομαι Κυκλ. gριβάρομαι Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κορων.) γκριβαρίζομαι Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γκρίβα.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Συγκρίνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μωρή μὰ μαζὶ τσὶ gρειβάρεις; Ἔχουνε καθόλου μο͜ιάσιμο; 2) Καταγγέλλω Νάξ. (Βόθρ.) Β) Μέσ. 1) Ἁμιλλῶμαι, συγκρίνομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κορων.): Τώρα σεῖς gριβάρεστε ἡ πο͜ιὰ θὰ πῇ πλιˬότερα Ἀπύρανθ. Μωρὴ κασσιδιˬάρα, μὰ μαζί μου θὰ gριβάρεσαι; αὐτοθ. 2) Φιλονικῶ Σκῦρ.: Ἔναι νὰ μὴ γκριβαρίζεται κανεὶς μὲ τέτο͜ια κούρβα; 3) Φοβοῦμαι Θήρ. Κυκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA