γκρίζαβος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρίζαβος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γκρίζαβος ἐπίθ. Ἤπ. γκρίαβος Ἤπ. γκρίαβους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Γήλοφ.) γκρίτζαβος Ἤπ. Μακεδ. γκρίτζαβους Ἤπ. (Ζαγόρ.) γκρίταβους Ἤπ. (Κουκούλ.) Μακεδ. (Καστορ.) γρίζαβος Ἤπ. κρίταβος Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Σλαβ. gryzo = δαγκώνω. Πβ. Ε. Βernecker, Slav. Vörterb., 359 καὶ G. Meyer, Neugr. Stud., 2, 25.
Σημασιολογία
Φίλερις, δύστροπος, ἔνθ᾽ ἀν.: Τί γκρίαβους ἄνθρουπους! Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἄν ἢξιρα ὅτ᾽ ἢσουν τέτο͜ιους γκρίταβους, δὲν ἀνακατεύουμουν μὶ τ᾽ ἰσένα Ἤπ. (Κουκούλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA