βελονίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βελονίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βελονίδι τό, βελονίδιν Χίος βιλονίδι Θήρ. Κρήτ. Πάρ. Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. 430 Μ᾿Εγκυκλ. βελονίδ’ Πάρ. (Λεῦκ.) βιλουνίδ’ Λέσβ. βολονίδιν Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βελονίδα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Βελόνη μὲ τὴν ὁποίαν πλέκουν τὰ δίκτυα Πόντ. (Οἰν.) 2) Παιδιὰ καθ’ ἥν ξυλάριον κρύπτεται ἐπὶ σωροῦ χώματος καὶ εἴτα ἀνευρίσκεται ὑπὸ τῶν συμπαικτόρων Κρήτ. 3) Βελονίδα 4. ὃ ἰδ. Θήρ. Χίος κ.ἀ-Λεξ. Βλαστ. ΜἘγκυκλ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. 4) Εἶδος φυτοῦ Λέσβ. Χίος. 5) Βελονίδα 6, ὃ ἰδ., Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA