γκρίζος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρίζος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γκρίζος ἐπίθ. σύνηθ. gρίζος πολλαχ. καὶ Κορσ. γκρίζους Μακεδ. (Κοζάν. Λιτόχ.) γρίζος Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Σαμακόβ. κ.ἀ.) Κορσ. Κύπρ. Μέγαρ. Σαλαμ. –Λεξ. Πρω. Δημητρ. γρίζους Θεσσ. Ἴμβρ. Λέσβ. Μακεδ. (Φλόρ. Χαλκιδ.) Σαμοθρ. γρίους Μακεδ. (Χαλκιδ.) γρίτζος Κρήτ. γρίθους Στερελλ (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grigio. Ὁ τύπ. γρίζος καὶ Βυζαντ. Βλ. Διηγ. παιδιόφρ., στ. 504 (ἔκδ. Wagner, σ. 158): «ἀκόμη τὸ χοντρὸν μαλλὶν κάμνουσιν καὶ τὰ γρίζα | κάμνουσιν ράσα ὑψηλὰ τζοχοϋφανδωμένα».

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετ. 1) Ὁ φαιόχρους σύνηθ.: Γκρίζο κοστούμι-γκρίζα μαλλιˬὰ σύνηθ. Γρίθα γίδα Στερελλ. (Αίτωλ.) Συνών. ἀθητερὸς 1. ἀθουδερός, ἀχυλερίς, γκρὶ 1, γκριζένιˬος, γκρίζινος, σταχτερός, σταχτιˬερός, σταχτίς. Β) Οὐσιαστ. οὐδ. 1) Τὸ φαιὸν χρῶμα σύνηθ. Συνών. γκρὶ 2. β) Φαιόχρουν μάλλινον ὕφασμα ἁδροϋφές, χρησιμοποιούμενον διὰ τὴν κατασκευὴν ἀνδρικῶν ἐνδυμάτων Θρᾴκ. (Σαμακόβ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Κύπρ. Μακεδ. (Χαλκιδ): Θὰ βάνου νὰ ᾽φάνου γρίζου Χαλκιδ. ᾿Φαίνουμ᾽ γκρίζο, νὰ ποίσουμ᾽ πανωβράκιˬα Σαμακόβ. Συνών. ἀμπᾶς 1, σαγιᾶς. γ) Ἔνδυμα χειμερινὸν ἐξ ὁμοίου ὑφάσματος, ἰδίᾳ ἐπενδύτης χωρικῶν, ποιμένων Κρήτ. Μέγαρ. Σαμοθρ. Συνών. ἀμπᾶς 2. δ) Ὑφαντὸν μάλλινον φόρεμα γυναικῶν γαμήλιον συνήθως Σαλαμ. 2) Μάλλινος κλωστὴ Λέσβ. 3) Μετων., ὁ φαιὸς ἴππος Κορσ.: ᾌσμ. Βρῆκε Τοῦρκο νὰ προβαίλνῃ ᾽ς ἕνα gρίζο καβελλάρης ταὶ ᾽ς τοὺ gρίζου τὰ καπούλιˬα ἦτα μιˬὰ ὄμορφη κοπέλα. Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. γαλῆς ἐνιαχ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γρίζα τά, Σῦρ. Χίος Γρίζ-ζα Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/