βελονίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βελονίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βελονίζω Κρήτ. Πελοπν. (Βυτίν. κ.ἀ.) βελονίντζω Σίφν. bιλουνίζου Μακεδ. (Κοζ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βελόνι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Βελονιˬάζω Α1,ὃ ἰδ., Μακεδ. (Κοζ.) 2) Περνῶ τὴν κλωστὴν τῆς μετάξης διὰ τῆς ὀπῆς τῆς βελόνης διὰ νὰ γίνῃ ὁμαλὴ Κρήτ. Σίφν. 3) Τρυπῶ μὲ βελόνην Πελοπν. (Βυτίν. κ.ἀ.): Φρ. Μὲ βελονίζει τὸ κορμί μου (αἰσθάνομαι ὀξεῖς πόνους εἰς τὸ σῶμα). 4) Ρὰπτω Σίφν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/