βερέμης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βερέμης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βερέμης ἐπίθ. Εὔβ. (Κουρ.) Κρήτ. Πελοπν. (Αἰγιάλ.) κ.ἀ. -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Μ᾿Εγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. verem.
Σημασιολογία
1) Φυματικός, φθισικὸς Κρήτ. κ.ἀ. -Λεξ. ’Ελευθερουδ. Μ᾿Εγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. Συνών. βερεμιˬάρις 1, μαραζιˬάρις, χτικιˬάρις. 2) Ὁ ἐξ ἀσθενείας καταστὰς μεμψίμοιρος καὶ δύστροπος Εὔβ. (Κουρ.) -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. Συνών. βερεμιˬάρις 2. 3) Μοχθηρός, κακὸς Πελοπν. (Αἰγιάλ.) Συνών. βερεμιˬάρις 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA