βερζεβούλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βερζεβούλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βερζεβούλης ὁ, βεελζεβούλης Πόντ. (Οἰν.) βελζεβούλης Πελοπν. (Λακων.) βιλζιβού’ς Ἤπ. (Ζαγόρ.) βελτσεβοὺλ Κέρκ. (Νύμφ.) βελτσεβοὺ Ζάκ. βερζεβούλης σύνηθ. βιρζιβού’ς Ἤπ. (Ζαγόρ.) βερζεβεούλης Πελοπν. βερζεβουίλης Κρήτ. βερτσεβούλης Ζάκ. βερτσεβαούλης Ζάκ. bερζεβούλιας Πελοπν. (Βασαρ. Μάν.) bερτσεβούλιας Πελοπν. (Βασαρ.) ζελζεβούλης Βιθυν. ζερζεβούλης πολλαχ. ζιρζιβού'ς Ἤπ. Λέσβ. τζιρτιβούλης Ἤπ. τσιρτσιβού’ς Ἤπ. ζαρζαβού’ς Μακεδ. (Σισάν.) ζαρζαβούλτς Μακεδ. (Βλάστ.) ζαρζάβουλους Μακεδ. (Βλάστ.) ζορζοβούλης Χίος ζουρζουβού’ς Θρᾴκ. (Αἶν.) ζορζοβαούλης Χίος (Χαλκ) ζορζοβαβούλης Χίος ζορζοβίλ’ς Μύκ. ζουρζουβί’ς Θεσσ. ζουρζουβίλτς Μακεδ. (Κοζ.) ζουουζουβί’ς Σαμοθρ. μερζεβούλης Καππ. (Σινασσ.) μερζεβὶλ Καππ. (᾽Ανακ.) βερζεβίς Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ὀν. βεελζεβοὺλ=ἀρχηγὸς τῶν διαβόλων.
Σημασιολογία
1) Ὁ διάβολος σύνηθ.: Ἐβαλε τὴν οὐρά του πάλι ὁ βερζεβούλης καὶ τοὺς ἔκανε νά μαλώσουν. || Φρ. Σωστός βερζεβούλης (ἐπὶ παιδίου ζωηροῦ, ἀτάκτου) σύνηθ. Συνών. ἀναθεματισμένος (ἰδ. ἀναθεματίζω, μετοχ. 2), ἀναθεμάτος, δαίμονας, διˬάβολος, ἐξαποδῶς, λεγάμενος (ἰδ. λέγω), σατανᾶς, τρισκατάρατος. 2) Ἄνθρωπος πονηρός, πανοῦργος σύνηθ. Συνών. διˬαβολάνθρωπος, διˬάβολος, σατανᾶς. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ζουρζουβίλτς καὶ ὡς ἐπών. Μακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA