βερτόνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βερτόνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βερτόνι τό, Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.) βελτόνι Κέρκ. Κρήτ. -ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 76 -Λεξ. Μπριγκ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βερτόνι, ὃ ἐκ τοῦ ᾿Ιταλ. verretone.
Σημασιολογία
Τὸ βελτόνι καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β342 (ἔκδ. ΣΞανθουδ. μικρά). 1) Δόρυ, ἀκόντιον ἔνθ' ἀν. 2) Βέλος Κρήτ. -ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Χωρίς δοξάρι κυνηγᾷ, χωρὶς σκουδιˬά γυρίζει, σὰν ἀστραπὴ εἶ dὸ ζάλο dου κ' ἡ χέρα του βελτόνι (σκουδὶ=χρῆμα) Κρήτ. –Ποίημ. Ἡ γοργοπόδα Ἀρέθουσα μὲ δίχως τά βελτόνιˬα ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β 341 «ἦτο λιγνὸ κ’ ἐλεύτερο, ’ς τὸ γλάκι δὲν τὸ σώνει | νά ’ν’ κι ἀπὸ χέρα δυνατὴ σαΐττα οὐδὲ βερτόνι». 3) Τὸ στέλεχος τοῦ ἀσφοδέλου Κρήτ. (Ἔμπαρ.): Σὰν παιδάκι κάθεται καὶ σάζει ἀνεμομύλους μὲ τὰ βερτόνιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA