βήξιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βήξιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βήξιμο τό, κοιν. βήξ’μου βόρ. ἰδιώμ. βέξιμον Κύπρ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βέξιμο Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βήχω.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ βήχῃ τις, βὴξ κοιν.: Δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσῃ ἀπὸ τὸ βήξιμο. Μοῦ πονεῖ ὁ λαιμὸς ἀπὸ τὸ βήξιμο. Ἔχει ἕνα βήξιμο ποῦ δὲ μ' ἀρέσει. Τὸν γνώρισα ἀπ᾿ τὸ βήξιμό του (ἀπὸ τὸν ἰδιαίτερον τρόπον τοῦ βηξίματος). 'Απ’ τὸ βήξιμό του καταλαβαίνει κἀνεὶς τὴν ἀρρώστιˬα του κοιν. || Παροιμ. φρ. Μὲ τὸ βήξιμο τὸ τρίξιμο (ἐπὶ τῶν προσποιουμένων ὅτι πράττουν τι διάφορον ἐκείνου τὸ ὁποῖον πράττουν, ἐκ μεταφ. τῶν περδομένων, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ συγκαλυφθοῦν διὰ τοῦ βηχὸς) Πελοπν. (Λάστ.) Ἄλλο τὸ βήξιμο κιˬ ἄλλο τὸ κλάσιμο (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λεξ. Δημητρ. || Παροιμ. ᾽Απορία ψάλτου βήξιμο (ἐπὶ τῶν προσπαθούντων νὰ συγκαλύψουν τὴν ταραχὴν ἢ ἀμηχανίαν των δι' ἀτέχνων προφάσεων) πολλαχ. Συνών βηξιˬά, βῆχας, βηχιˬό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA