βῆτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βῆτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βῆτα τό, κοιν. βῆ σύνηθ. βῆτα ἡ, Πόντ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. βῆτα.

Σημασιολογία

Τὸ δεύτερον γράμμα τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἡ ἄλφα βῆτα (τὸ ἀλφάβητον). Εἶναι ἀκόμα ’ς τὴν ἄλφα βῆτα (εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς μαθήσεως). Δὲν ξέρει ἀκόμα τήν ἄλφα βῆτα. Ὁ ἄλφα καὶ ὁ βῆτα (ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος). Δὲ μ’ ἀρέσει νά παρακαλῶ τὸν ἄλφα καὶ τὸ βῆτα κοιν. Τὰ λέω ὅλα ἄρφα βῆτα (λεπτομερῶς) Κεφαλλ. Ὄχι ἄλφα, μούνι βῆτα (ἐπὶ τοῦ μὴ ἀντιλαμβανομένου) Ἤπ. || ᾎσμ. Ἄλφα βῆτα, κόψε πίττα, | δῶσ' κ’ ἐμὲ καὶ τοῦ Νικήτα (παιδικὸν) σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/