βίασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βίασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βίασμα τό, σύνηθ. ὡς ναυτικὸς ὅρ. βίασμαν Πόντ. Τραπ. βίγιˬασμαν Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βιάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Καταναγκασμός, ἐξαναγκασμὸς Πόντ. (Τραπ.) 2) Βιασμὸς κόρης ἢ γυναικὸς Πόντ. 3) ᾿Επαύξησις τῶν ἀνοικτῶν ἱστίων πλέοντος πλοίου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA