βιˬαστὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιˬαστὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
βιˬαστὰ ἐπίρρ. Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βιαστός.
Σημασιολογία
1) Βιασμένα 1, ὃ ἰδ.: Τὸν πάντρεψαν βιˬαστά. 2) Βιˬαστικά ὃ ἰδ.: Ἦρθε βιˬαστὰ βιˬαστὰ κ᾿ ἔφυγε τρεχᾶτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA