βιˬαστικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιˬαστικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βιˬαστικός ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) βιˬαστ’κὸς βόρ. ἰδιώμ. βιˬασκὸς Ἴμβρ. Λέσβ. βιγιˬαστικὸς Πόντ. ἐβγιˬαστικὸς Χίος (Καρδάμ.) ἐβgιˬαστικὸς Χίος (Καρδάμ.) βιδιˬαστικὸς Ἄνδρ. διˬαστικὸς Α. Ρουμελ. (Καρ.) Εὔβ. (Κουρ.) Θρᾴκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Χίος διˬαστ'κὸς Εὔβ. (Στρόπον.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Λέσβ. (Ἀγιάσ.) Μακεδ. (Βογατσ. Γκριντ.) Σκόπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. βιαστικός.

Σημασιολογία

1) Ὁ σπεύδων, ὁ ἐπειγόμενος κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Εἶμαι βιˬαστικός, δὲν μπορῶ νὰ περιμένω. Ἦρθε κ᾽ ἔφυγε βιˬαστικὸς κοιν. Συνών. ἀναγκαστικὸς 3, ἀναγκαστός, βιˬαστὸς 2, σπουδαχτικός. 2) Ὁ ἔχων ἀνάγκην ταχείας ἐνεργείας, ὁ ἐπείγων κοιν. καὶ Πόντ : Βιˬαστικὴ δουλε͜ιὰ-ὑπόθεσι κττ. κοιν. || Φρ. Τὰ βιˬαστικὰ (ἡ σπουδὴ) πολλαχ. Τί βιˬαστικὰ ἔχεις; πολλαχ. Τὸν ἔπιασαν τὰ βιˬαστικὰ τῆς ἀλωποῦς (ἐπὶ ἀδεξίων) Κρήτ. Ἔχει τῆς ἀχελώνας τὰ βιˬαστικὰ (ἐπὶ ὀκνηροῦ) Σύμ κ.ἀ || Γνωμ. Ἀνάθεμα τὰ βιˬαστικὰ κι ὅπου τὰ κάνει χάζι Αἴγιν. Βιˬαστικὲς κακὲς πραμάτει͜ες Λεξ. Πρω. Δημητρ. Συνών. βιˬαστὸς 3, ἀντίθ. ἀβίαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/