βιβάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιβάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βιβάρι τό, σύνηθ. βιβάρ’ Λέσβ. Σκίαθ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) γιβάρι ᾽Αθῆν. Πελοπν. (Μεσσ.) κ.ἀ. γιβάρ’ Ἤπ. (Ἄρτ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) ’ιβάρι ΚΠαλαμ. Καημοὶ λιμνοθάλ. 30 -Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ. Δημητρ. ἰβάρ’ Ἤπ. (’Ιωάνν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Μεσολόγγ.) γιˬοβάρι Μποὲμ Ντόπ. ζωγραφ. 45 γιˬουβάρι Χίος γιˬουβάρ' Μακεδ. (Καταφύγ.) διβάρι ΠΓενναδ. Γεωργ. 76 (Πανδώρ. 7,439) -Λεξ. Βυζ. Μ’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. λιβάρι Ἤπ. Θρᾴκ. (’Επιβάτ.) Μέγαρ Σαλαμ. Χίος -Λεξ. Βυζ. Μ᾽Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ’βάρ’ Θεσσ. Στερελλ. ’bάρ’ Στερελλ. (Καλοσκοπ.) ριβάρι Μῆλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. βιβάριον, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. vivarium. Τὰ γιβάρι, διβάρι, λιβάρι κατ᾽ ἀνομοίωσιν. Τὸ λιβάρι καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) ᾿Ιχθυοτροφεῖον φυσικὸν ἤ τεχνητὸν σύνηθ.: Ψαρεύω ᾿ς τὸ βιβάρι. Ψάριˬα τοῦ βιβαριˬοῦ σύνηθ. Τὰ γιˬοβάριˬα τους βγάζουν ὅλα τὰ εἴδη τῶν ψαριˬῶν τοῦ γλυκοῦ νεροῦ Μποὲμ ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Σὰ βιβάρι (πολλοὶ ὁμοῦ) Ἀμοργ. β) Μεταφ. πλῆθος, στῖφος Ἀμοργ.: Ἐπέρασε βιβάρι πουλλιˬά. 2) Καλαμωτὴ εἰς τὴν ὁποίαν εἰσέρχονται καὶ συλλαμβάνονται τὰ ψάρια τῆς λίμνης Ἤπ. (’Ιωάνν.) 3) Ξύλινος κλωβὸς ἐν εἴδει ἀκατίου χρησιμεύων πρὸς μεταφορὰν ζώντων ἰχθύων Θρᾴκ. (’Επιβάτ.) 4) Μικρὸν πυκνὸν δάσος Στερελλ. (Καλοσκοπ.): Οὑ λαγὸς ἔφ’κι ’ς τ' ἄλλου 'bάρ’. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βιβάρι Ἤπ. Πελοπν. Γιˬαβάριν Χίος, τοῦ Βιβάρι Πελοπν. (Αἰγιάλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/