βιˬοτικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιˬοτικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βιˬοτικὸς ἐπίθ. Κέρκ. βιˬοτικὸ τό, Θρᾴκ. Πελοπν. (Μεσσ.) βιˬουτ᾽κὸ Θρᾴκ. (Αἶν.) βιˬότικον DCHesseling Charos 57.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. βιˬοτικός.
Σημασιολογία
1) Ὁ φέρων κέρδη, ἐπικερδὴς Κέρκ.: Τὸ λουτρουβε͜͜ιὸ εἶναι πρᾶμα βιˬοτικό. 2) Οὐσ., χρηματικὴ περιουσία Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μεσσ.) - DCHesseling ἔνθ’ ἀν.: Ποῦ θά ’βρωμε σπίτι καὶ βιˬοτικά; Θρᾴκ. || Φρ. Ἔχει βιˬὸς καὶ βιˬοτικὸ (εἶναι πλούσιος) Μεσσ. || ᾎσμ. Ζύγιˬασε, Χάρω, κ’ ἔπαρε χρυσάφι γιὰ νὰ πάρῃς καὶ βιˬότικον ἀρίθμητον κ’ ἐμέναν μὴ μὲ πάρῃς DCHesseling ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA