βιράνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιράνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βιράνι τό, Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. Θήρ. Καππ. (Σίλ.) Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Μ'Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. βιρά’ Θρᾴκ. (Μάδυτ) Λέσβ. Σάμ βεράνι Βιθυν. Εὔβ. (᾿Ανδρων.) Ἴων. (Κρήν.) Καππ. (Σινασσ.) Νάξ. (Τρίποδ. κ.ἀ.) -Λεξ. ᾿Ελευθερουδ. Μ’Εγκυκλ. Δημητρ. βεριˬάνι Ἤπ. (Δρόβιαν.) Πελοπν. (Λάστ.) βιριˬά' Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Περσοτουρκ. viran.
Σημασιολογία
1) ᾿Ερείπιον ἔνθ’ ἀν.: Τοὺ σπίτ' ἔγινι βιρά' Σάμ. || Φρ. Μ᾿ ἔκανε βεράνι (μὲ κατέστρεψε τελείως) Βιθυν. || ᾌσμ. Καγήκανε τὰ Γιˬάννενα, γινήκανε βιράνι Ἤπ. Πατῆσαν τὸ Ξηρόμερο καὶ τό ’καμαν βεριˬάνι Δρόβιαν. ᾿Ανάθεμά σε, βρὲ ντουνιˬᾶ, ποῦ μ’ ἔχεις πληγωμένο, ἔχεις τὸ τζιεράκι μου βεράνι καμωμένο Κρήν. Τὰ σώματα ἐβγάζανε ᾿πομέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ βεράνιˬα Χίος. 2) Ἄφρακτος, ἀνοικτὸς τόπος Βιθυν. Νάξ. (Τρίπ. κ.ἀ.): Τὸ χωράφι εἶναι βεράνι Νάξ. 3) ’Επιρρηματ., ὀρθάνοικτα Εὔβ. (Ἀνδρων.) Θήρ. Λευκ: Ἄφηκα ἀνοιχτὰ βεράνι ᾿Ανδρων. Νά ’χῃς τὸ σπίτι σου βιράνι Θήρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Βιθυν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA