βιράνικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιράνικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βιράνικος ἐπίθ. ἀμάρτ. βιρά'κους Ἤπ. Μακεδ. (Νάουσ. κ.ἀ.) βεράνικος Ἤπ. Κύπρ. (Λεμεσ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βιράνι καὶ τῆς καταλ. -ικος.

Σημασιολογία

1) Ἔρημος, ἀδέσποτος Ἤπ. Κύπρ.: Βεράνικον χωράφιν Κύπρ. 2) ᾽Ακαλλιέργητος, χέρσος, ἐπὶ ἀγροῦ Κύπρ. (Λεμεσ.): Τοῦτο τὸ χωράφιν ἦτουν βεράνικον τ' ἔβκαλά μὲ τὸ ᾿ξινάριν μου Λεμεσ. 3) Ἄθλιος, ἄτιμος Μακεδ. (Νάουσ.) 4) Οὐδ πληθ. βιρά’κα οὐσ., κακαὶ ἕξεις Μακεδ.: Τά ’μαθις τὰ βιρά’κα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/