βιρὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιρὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βιρὸς ὁ Ἤπ. (Τσαμαντ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Φθιῶτ.) -Λεξ. Βλαστ. 373 Δημητρ. (λ. βηρὸς) β’ρὸς Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. βιρὲ Τσακων. βουρὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) βίρα ἡ, Ἤπ. Κέρκ οὐβίρα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) οὐβέρα Μακεδ. βιρὸ τό, Ἤπ. (Δρόβιαν.) -Λεξ. Βλαστ. 373 Δημητρ. (λ. βηρό).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Σλαβ. vir.
Σημασιολογία
1) Ὕδωρ στάσιμον συνήθως ἐντὸς κοιλοτήτων τῆς κοίτης χειμάρων ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ’Οβιρὸς Ἤπ. Βιρὸς ᾽Αττικ. Βιρὸ Πελοπν (Καλύβ.) Τρεῖς Βιροὶ Φθιῶτ. 2) Τεχνητὸς λάκκος πρὸς συλλογὴν ὀμβρίου ὕδατος Ἤπ. 3) Στόμιον φρέατος (ἡ σημ. ἐκ τῶν περὶ τὸ φρέαρ ἐκχυνομένων καὶ λιμναζόντων ὑδάτων) Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA