βισκοπᾶτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βισκοπᾶτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βισκοπᾶτο τό, Καλαβρ. (Χωριὸ Βουν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. vescovado κατ' ἐπίδρασιν τοῦ Ἑλλην. ἐπισκοπὴ.
Σημασιολογία
Τὸ οἴκημα τοῦ ἐπισκόπου, ἐπισκοπή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA