ἀστέρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστέρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀστέρι τό, σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Τσακων. ἀστέρ᾿ βόρ. ἰδιώμ. ἀτέρ’ Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀστέριον.
Σημασιολογία
1) Ἄστρον μικρὸν Τσακων. β) Ἄστρον σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ): Τ’ ἀστέρια λάμπουν ᾿ς τὸν οὐρανό. Βγήκαν τ᾿ ἀστέρια σύνηθ. Ἔφ’γ’ ἕνα ἀστέρ’ (ἔπεσεν εἷς διᾷττων ἀστὴρ) Στερελλ. (Ἀρτοτ.) Τ᾿ ἀστέρι τὸ μεγάλο (ὁ ἑωσφόρος) Πελοπν. (Κορινθ.) || Φρ. Αὐτὸς κατεβάζει τ᾿ ἀστέριˬα (εἶναι πολυμαθὴς) Πελοπν. (Τριφυλ) Τ᾽ράει τ᾿ ἀστέριˬα (εἶναι ἐλαφρόνους καὶ ὑπερόπτης) Αἰτωλ. || Γνωμ. Ἀστέρι ἔπεσε, ψυχὴ ἔσβησε (ἡ πτῶσις διᾷττοντος ἀστέρος συμβολίζει τὸν θάνατον ἐνὸς ἀνθρώπου) Ἀθῆν. || ᾌσμ. Ὅλα ἐλάμπανε τ᾿ ἀστέριˬα | κ᾿ ἔλαμπες καὶ σὺ μαζὶ Κεφαλλ. Ἄς λάμπουνε ὅσο θέλουνε ’ς τὸν οὐρανὸ τ᾿ ἀστέριˬα, τὰ μάθιˬα σου δὲν ἔχουνε ’ς τὸ gόσμο τοῦτο ταίριˬα Κρήτ. Ἀστέριˬα ’ναι τὰ μάθιˬα σου͵ σπαθιˬὰ τὰ δυˬό σου φρύδιˬα καὶ μὲ αὐτὰ μ᾿ ἐπλήγωσες πρώτη φορὰ ποῦ σ’ εἶδα αὐτόθ. Γύρισε δὲς τὸν οὐρανὸ κιˬ ἂν εὕρῃς μαῦρο ἀστέρι, πίστεψε πῶς δὰ σ’ ἀρνηθῶ, ἄσπρο μου περιστέρι αὐτόθ. γ) Ὁ ἑωσφόρος ὡς τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν ἄστρον Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Μακεδ. (Βλάστ.) ΑΒαλαωρ Ἔργα 3,242: Βγῆκι τ᾿ ἀστέρ’ Αἰτωλ. || Φρ. μεταφ. Εἶν᾿ ἀστέρ’ μέσ’ ᾿ς τ’ ἄλλα τὰ πιδιˬὰ (ἐξέχει) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τσῆ γειτονιˬᾶς ἀστέρι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Ποίημ. . . . Πρώτη φορὰν ἀπόψε ἀφότου ζώνω τ’ ἄρματα μ᾽ ἐξάφνισε τ᾽ ἀστέρι ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστέρας 1 β. 2) Στίγμα λευκὸν ἐν εἴδει ἀστέρος εἰς τὸ μέτωπον ζῴων Στερελλ. (Αἰτωλ.): Κεῖν’ τοὺ βόδ’ ἔ᾽ ἕν᾽ ἀστέρ’ ἀνάμισα τὰ δυˬὸ κέρατα || ᾎσμ. Ἐπέτυχα κ᾿ ἐβάρεσα τὸ στοιχε͜ιωμένο ἀλάφι πὄχει σταυρὸ ᾿ς τὰ κέρατα κιˬ ἀστέρι ᾿ς τὸ κεφάλι (Πανδώρ. 4,621) Συνών. ἀστεράδα, ἀστέρας 3. 3) Ἀστροειδὲς κόσμημα ἐπὶ τῆς ἐπωμίδος τῶν ἀξιωματικῶν δηλωτικὸν τοῦ βαθμοῦ των σύνηθ. Συνών. ἀστέρας 2. β) Σημεῖον διακρίσεως, ὑπεροχῆς, ἐπὶ ἀνθρώπων Θεσσ. (Ἀλμυρ.): Οὑ δεῖνα ἔ᾽ τ᾿ ἀστέρ’ ᾿ς τοὺ γλέφαρου. 4) Τὸ μέτωπον καὶ τὸ κέντρον αὐτοῦ Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν. Ναύπακτ.) κ.ἀ.: Ἔρρίξι κὶ τοὺν βάρισι μέσ᾿ ’ς τ᾿ ἀστέρ᾿ Αἰτωλ. Ἄν δὲν τοὺ βαρέσῃς μέσ᾽ ’ς τ᾽ ἀστέρ’ τοὺ γ᾽ρού᾿ δὲν πέφτ' αὐτοθ. Τοῦ ἦρθε ἡ σφαῖρα ᾽ς τ’ ἀστέρι τοῦ κουτέλου Κρήτ. Τ᾽ ἀστέρ’ αὐτ’νοῦ εἶν᾿ γιˬουμᾶτου ζάρις Στερελλ. (Ναύπακτ) Συνών. σταυρός. 5) Σταγὼν ἢ μικρὰ ποσότης ἐλαίου ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας ὕδατος ἰριδίζουσα ὡς ἀστὴρ Κρήτ. Συνών. ἀστέρας 5. 6) Πληθ. ἀστέριˬα, παιδιὰ καθ’ ἣν δύο παῖδες στρέφουν πρὸς ἀλλήλους τὰ νῶτα καὶ συμπλέκουν τοὺς βραχίονας, εἴτα δὲ κύπτει ὁ εἷς ὥστε ν᾿ ἀνυψωθῇ ὑπτίως ὁ ἕτερος καὶ κάμνουν τὸν ἑξῆς διάλογον: Πόσα ἀστέριˬα εἶναι ’ς τὸν οὐρανό; - Τρία κ’ ἕνα. - Σκῦψε πᾶρε με κ’ ἐμένα Κεφαλλ. 7) Εἶδος χαρταετοῦ Στερελλ. (Αἰτωλ. Μεσολόγγ.) Συνών. ἀστράκι (ΙΙ). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ζάκ. Κρήτ. (Ρέθυμν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA