ἀστερούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστερούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστερούδι τό, πολλαχ. ἀστερούδ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀστέρι διὰ τῆς καταλ. -ούδι.
Σημασιολογία
Μικρὸν ἄστρον: Ὁ νοῦς της ὁ τρυφερὸς μόλις ξυπνοῦσε νὰ φέξῃ σὰν τ’ ἀστερούδι ποὺ γλυκοτρέμει ΓΨυχάρ. Τὰ δυὸ ἀδέρφ. 447. Συνών. ἀστεράδι, ἀστεράκι, ἀστερουδάκι, ἀστράκι (ΙΙ). ἀστρίτσι, ἀστρόπουλλο, ἀστρούδι, ἀστρουλλάκι, ἀστρούλλι, ἀστρούτσικο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA