ἀστραπόβροντο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστραπόβροντο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀστραπόβροντο τό, σύνηθ. ἀστραπόβροdο πολλαχ. ἀστραπόβρουντου βόρ. ἰδιώμ. ἀστραπόβρουdου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀστραπόβορτο Ἤπ. ’στραπόβροντο Χίος ᾿στραπόβροdo Θήρ. ἀστραποβρόντι ΣΣκίπη Ἁγ. Βαρβάρ. 37 ἀστραποβρόdι Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀστραπόβροντο. Πβ. Βέλθανδρ. καὶ Χρυσάντζ. στ. 1087 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ.) «καὶ ἀστραπόβροντον πολύ, ἀλλὰ καὶ ἀνεμοζάλη».

Σημασιολογία

1) 'Αστραπαὶ καὶ βρονταὶ σύνηθ.: Ἀπόψε ὅλη νύχτα εἴχαμε βροχὴ κι ἀστραπόβροντα σύνηθ. ᾽Αρχίζει ἕναν ἀστραπόβροdο! Κρήτ. Βροχὴ καὶ ἀστραπόβορτα Ἤπ. Τοὶς χειμωνικὲς ἐκεῖνες βραδε͜ιὲς μὲ τὰ μπουμπουνητὰ καὶ τ᾿ ἀστραποβρόντιˬα ΣΣκίπης ἔνθ᾽ ἀν. || ᾌσμ. Βαρὺ νερὸ μᾶς ἔπιˬασε, ᾽στραπόβροντα, χαλάτζι Χίος Τό ᾽να φέρνει ἀστραπόβροντα, τ’ ἄλλο χαλαζοβρόχιˬα ἀγν. τόπ. - Ποιήμ. Ἡ νύχτα, τ᾿ ἀστραπόβροντα, τὸ χιˬόνι δὲ μ’ ἀφίνει νὰ πάγω ἐμπρός. Χριστιανοί, κάμετ’ ἐλεημοσύνη! ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,53. Ἄχ͵ πότε νά ᾿λθ᾿ ἡ ἄνοιξι | νὰ λε͜ιώσουνε τὰ χιόνιˬα, νὰ πάψουν τ᾿ ἀστραπόβροντα, | νά ’λθοῦν τὰ χελιδόνιˬα; αὐτόθ. 2, 117. Συνών. ἀστραποβροντή, ἀστραποβρόντημα. 2) Κεραυνὸς ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 60 - Λεξ. Δημητρ.: Ἔπεσε ἕνα ἀστραπόβροντο ᾿ς τὴ γειτονιˬὰ μας Λεξ. Δημητρ.: Ποίημ. Τῆς βλαστήμιˬας τ᾿ ἀστραπόβροντο | ἀπ᾿ τὰ μάτιˬα μου ποτὲ κιˬ ἀπ’ τὰ χείληˬα μου δὲν ξέσπασε | πρὸς ἐσένα, ὅπο͜ιε Θεὲ ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστραπὴ 2. 3) Ἰσχυρὰ ἐκπυρσοκρότησις ΚΠαλαμ. Τραγούδ. πατρ. 27: Ποίημ. Πρῶτος τινάχθη μιὰ βραδε͜ιὰ μ’ ἕνα καλὸ μπουρλόττο κιˬ ἀκούσθη τ᾿ ἀστραπόβροντο τῆς λευτεριᾶς τὸ πρῶτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/