ἀστραποκοφτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστραποκοφτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστραποκοφτὸς ἐπίθ. ἀστραποκοφτὲ Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστραπὴ καὶ τοῦ ἐπιθ. κοφτός.

Σημασιολογία

᾿Εκεῖνος ὃν εἴθε νὰ κόψῃ ὁ κεραυνός: ᾽Εκιˬοὺ ἀστραποκοφτά! (ἐσὺ ἀστραποκομμένε!) Πβ. ἀστραποσκισμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/