ἀστραπομπουμπουνίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραπομπουμπουνίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστραπομπουμπουνίζω Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστραπὴ καὶ τοῦ ρ. μπουμπουνίζω.
Σημασιολογία
Ἀπροσ. ἀστράπτει καὶ βροντᾷ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστραποβροντῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA