ἀστραποφέγγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραποφέγγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστραποφέγγω Κεφαλλ. – ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 40.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστραπὴ καὶ τοῦ ρ. φέγγω.
Σημασιολογία
1) Φέγγω, λάμπω ὡς ἀστραπὴ ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Μὰ μιˬὰ φορὰ εἶν’ ἡ λεβεντιˬὰ καὶ μιˬὰ φορὰ εἶν᾿ τὰ νεˬᾶτα καὶ μιˬὰ φορὰ ἀστραπόφεξες ’ς τὴ νύχτα τῆς καρδιˬᾶς μου. 2) ᾿Απροσ. ἀστράπτει ἐν τῷ σκότει Κεφαλλ. 3) Μεταφ. στίλβω, ἀπαστράπτω, ἐπὶ στιλπνῶν ἀντικειμένων Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA