ἀστρακάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστρακάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀστρακάρις ὁ, Ἰων. (Κρήν.) Χίος (Νένητ.) - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ὀστρακάριος.
Σημασιολογία
1) Ὁ τεχνίτης ὁ κατασκευάζων ἀστρακιˬάν, ἤτοι ἐπίστρωσιν στέγης ἐκ μίγματος ὀστράκων καὶ ἀσβέστου, ὁ στεγάζων οἰκίας ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀστρακιˬάρις. 2) Ὁ ἐπιχρίων δι᾿ ὀστρακοκονίας τὰς στέγας τῶν οἰκιῶν Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA