ἀστρικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστρικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστρικὸ τό, πολλαχ. ᾿στρικὸ Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀστρικός.
Σημασιολογία
1) Ἄστρον, ἀστερισμός, ζῴδιον Θήρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 2) Ὁ χαρακτὴρ ἑκάστου ἀνθρώπου, ὡς προδιοριζόμενος ἀπὸ τὸν ἀστερισμὸν τῆς γεννήσεώς του Σίφν. κ.ἀ.: ᾿Εν ἠταίριˬασε τ’ ἀστρικό τωνε (ἐπὶ συζύγων ἀσυμφώνου χαρακτῆρος). 3) Πεπρωμένον, μοῖρα, τύχη πολλαχ.: Τό ’χει τ᾿ ἀστρικό του (ἡ τύχη του τὸν προώρισεν οὕτως) πολλαχ. Τὸ ἀστρικό της ἤτανε νὰ πάρῃ πλούσιον ἄντρα Λεξ. Δημητρ. Τὸν πῆρε τ’ ἀστρικό του (τὸν ηὐνόησεν ἡ τύχη του) Κύθν. Πελοπν. (Δημητσάν) Ἔχει καλὸ ἀστρικὸ Ζάκ. Συνών. ἀστερικὸ 1. 4) Τὸ εὐοίωνον ἢ δυσοίωνον τῆς ἐμφανίσεως προσώπου τινὸς καθοριζόμενον ἑκάστοτε διὰ τῶν ἐπιθ. καλὸ ἤ κακὸ Κέρκ. (’Αργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ.: Εἶχα καλὸ ᾽στρικὸ ποῦ bῆκα Κεφαλλ. Μὴ τὸνε bάζῃς σπίτι σου, γιˬατὶ ἔχει κακὸ ἀστρικὸ Κέρκ. Συνών. ἀστριˬακὸ 1, ποδαρικό. 5) Τὸ φάσμα, ἡ σκιὰ νεκροῦ Κεφαλλ: Τ’ ἀστρικό του εἶν᾿ ἐδῶ. 6) Ἡ κανονικὴ τοῦ βίου σειρά, τάξις Χίος (Νένητ): Αὐτὸς ἔχει χαμένο τ’ ἀστρικό του. 7) Νοῦς Χίος (Βολισσ.): Χάνει τ᾿ ἀστρικό του. 8) Πρόσκαιρος μανία προερχομένη, ὡς πιστεύεται, ἐξ ἐπιδράσεως τῶν ἀστέρων, ὑστερισμός, νευροπάθεια Θήρ. : Τοῦ ’ρθε τ᾽ ἀστρικό του Θήρ. Συνών. ἀστέρας 7, ἀστερικὸ 2, ἀστριˬακὸ 2. 9) Κεραυνὸς Κίμωλ. Κύθν.: Ἤπεσε τ᾿ ἀστρικὸ καὶ τὸν ἤκαψε. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστραπὴ 2. 10) Σφοδρὸς ἄνεμος, ἀτμοσφαιρικὴ ταραχὴ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κουρ. Κύμ.) Μεγίστ. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Ἔπιˬασε ἕνα ἀστρικὸ τσαὶ ὕστερα ἀρχίνησε τὸ ᾿στραφτωμπουμπούνισμα Κουρ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ἐρωτόκρ. Δ 1827 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «καὶ κάμ’ ἀντάρα καὶ βροχὴ κι ὁ οὐρανὸς μαυρίσῃ . . . | καὶ τὰ στοιχειὰ ἀνεκατωθοῦν καὶ τ᾽ ἀστρικὰ μανίσου» 11) Ζημία, κακὸν Βιθυν. Προπ. (Κύζ.) : Τ᾿ ἀστρικὸ ποῦ μοῦ ᾿κανε! Βιθυν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA