γραμμὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραμμὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γραμμὴ ἡ, κοιν. γραμ-μὴ Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κῶς Λέρ. Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ. δραμμὴ Ἰων. (Σμύρν.) δραμ-μὴ Σύμ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γραμμή.

Σημασιολογία

1) Χάραγμα διὰ λεπτοῦ ὀργάνου ἢ γραφίδος συρομένης συνεχῶς ἐπὶ μιᾶς ἐπιφανείας κοιν.: Σύρω - τραυῶ - κάνω γραμμή. Ἴσιˬα - στραβὴ - χοντρὴ - ψιλὴ - μεγάλη - μικρὴ - ἄσπρη - μαύρη - κόκκινη γραμμὴ κ.τ.τ. Μιˬὰ κόλλα μὲ γραμμὲς κοιν. 2) Λεπτὸν ἢ παχὺ ἔλασμα ἐξ ὀρειχάλκου χρησιμοποιούμενον ὑπὸ τῶν τυπογράφων πρὸς χάραξιν διαχωριστικῆς γραμμῆς μεταξὺ τῶν γραμμάτων ἐπὶ τῆς ἐκτυπουμένης σελίδος Ἀθῆν.: Ἄσπρη - μαύρη γραμμή. 3) Τὸ δέκατον τῆς κλίμακος μεταξὺ δύο βαθμῶν τοῦ θερμομέτρου σύνηθ.: Ἔχει πυρετὸ τριάντα ὀχτὼ καὶ δύο γραμμές. Ἔχει πυρετό; - Ἔχει κἄτι γραμμὲς ἀκόμα (δηλ. μερικὰ δέκατα ἄνω τῆς φυσιολογικῆς θερμοκρασίας) σήνηθ. 4) Σειρά, στοῖχος προσώπων ἢ πραγμάτων ἐπαλλήλως κατὰ σειρὰν τοποθετουμένων κοιν.: Βάζω ς᾽ τὴ γραμμή. Βγάζω ἀπὸ τὴ γραμμή. Μπαίνω ᾽ς τὴ γραμμή. Χαλῶ τὴ γραμμή. Φτε͜ιάνω δυˬὸ γραμμές. Οἱ στρατιῶτες εἶναι ᾽ς τὴ γραμμή. Τὰ παιδιˬὰ μπῆκαν ᾽ς τὴ γραμμή. Κάνετε γραμμὴ νὰ σᾶς μοιράσω καρύδιˬα κ.τ.τ. κοιν. || Φρ. Πολεμάει ᾽ς τὴν πρώτη γραμμὴ (ἐνν. τῆς μάχης). Σκοτώθηκε ᾽ς τὴν πρώτη γραμμὴ (ἐνν. τῆς μάχης). Ἔσπασ᾽ ἡ γραμμὴ (ἐνν. τῆς μάχης, κατέρρευσε τὸ μέτωπον). Εἶναι πρώτης γραμμῆς (ἀρίστης ποιότητος). Γράφει - διˬαβάζει - μαγειρεύει πρώτης γραμμῆς (κατὰ τρόπον ἄριστον) κοιν. 5) Σειρὰ γράμμα των τυπογραφικῆς σελίδος βιβλίου, χειρογράφου, ἐπιστολῆς, στίχος κοιν.: Διˬάβασε - γράψε πέντε γραμμές. Ἂν θέλῃς - ἄν θυμηθῇς, γράψε δυˬὸ γραμμὲς (γράψε μίαν σύντομον ἐπιστολήν). Τοῦ τό ᾽γραψε μὲ δυˬὸ γραμμές (δι᾽ ὀλίγων, βραχυλογικῶς) κοιν. Συνών. ἀράδα Α2. 6) Τὸ σύρμα τὸ ὁποῖον ἑνώνει διαφορετικοὺς τόπους πρὸς διεξαγωγὴν ἐπικοινωνίας, ἡ τηλεφωνικὴ ἢ τηλεγραφικῆ σύνδεσις κοιν.: Φρ. Δὲν ἔχει γραμμὴ (δὲν ἐπικοινωνεῖ τηλεφωνικῶς). Κόπηκε ἡ γραμμὴ (ἐσταμάτησε ἡ τηλεφωνικὴ ἐπικοινωνία). Παίρνω γραμμὴ (ἐπικοινωνῶ τηλεφωνικῶς). Ἄνοιξε ἡ γραμμὴ (ἤρχισεν ἡ τηλεφωνικὴ ἐπικοινωνία) κοιν. 7) Σειρὰ παραλλήλων σιδηρῶν ράβδων στερεωμένη ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν κινοῦνται οἱ τροχοὶ τοῦ σιδηροδρόμου σιδηροδρομικὴ γραμμὴ κοιν.: Ἡ γραμμὴ τοῦ τραίνου. Ἔπεσε ᾽ς τὶς γραμμὲς τοῦ τραίνου. Τὸν βρῆκαν νεκρὸ ᾽ς τὶς γραμμές. Εἶναι φύλακας ᾽ς τὶς γραμμὲς τοῦ τραίνου. Ἔφυγαν τὰ βαγόνιˬα ἀπὸ τὶς γραμμές. Τὸ σπίτι του εἶναι κοντὰ ᾽ς τὶς γραμμὲς κοιν. 8) Ἡ μεταξὺ δύο ἢ περισσοτέρων λιμένων γινομένη διὰ πλοίου ἐπικοινωνία κοιν.: Τὸ παπόρι τῆς γραμμῆς (τὸ πλοῖον τὸ ἐκτελοῦν τὴν συγκοινωνίαν). Πο͜ιὸ παπόρι κάνει τὴ γραμμή; Ἄγονη γραμμὴ (ἡ μὴ συμφέρουσα οἰκονομικῶς εἰς τὸν πλοιοκτήτην διὰ πλοίου συγκοινωνία μεταξὺ δύο λιμένων, διότι δὲν ὑπάρχει ἐπαρκῆς κίνησις ἐπιβατῶν καὶ μεταφορὰ ἐμπορευμάτων) κοιν. 9) Ἡ κατ᾽ εὐθεῖαν γραμμὴν σπορὰ Θεσσ. (Καρποχώρ.) κ.ἀ. - Λ. Οἰκονομίδ., Ὁδηγὸς λαχανοκηπουρ., 22 Π. Παπαγεωργ., Βαμπάκι, 8: Τοὺ bαbα᾽ τοὺ σπέρνουμι σὶ γραμμὲς Καρποχώρ. Προτίμησε νὰ σπείρῃς ὄχι εἰς τὰ πεταχτὰ ἀλλὰ εἰς γραμμὲς (εἰς τὰ πεταχτὰ = σποράδην, ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ) Π. Παπαγεωργ., ἔνθ᾽ ἀν. 10) Κατεύθυνσις, σκοπός, πρόγραμμα, σχέδιον δράσεως κοιν.: Φρ. Παίρνω γραμμὴ (λαμβάνω καθοδήγησιν κυρίως πολιτικήν). Πολιτικὴ γραμμὴ (τὸ πολιτικὸν πρόγραμμα κόμματος ἢ κυβερνήσεως). Ἔβαλε γραμμὴ ᾽ς τὴ ζωή του (ἔθεσε σκοπόν, πρόγραμμα). Τραύηξε τὴ γραμμὴ τοῦ ἐργένη (ἀπεφάσισε νὰ ζήσῃ ὡς ἐργένης) κοιν. Ἐπιρρηματ. 1) Κατὰ σειρὰν κοιν.: Παίρνω γραμμὴ τὰ σπίτιˬα - τὰ μαγαζιˬὰ (ἐπισκέπτομαι τὰς οἰκίας - τὰ καταστήματα διαδοχικῶς, τὸ ἓν κατόπιν τοῦ ἄλλου). Πᾶνε γραμμὴ (πηγαίνουν ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου). Τοὺς παίρνω γραμμὴ (τοὺς λαμβάνω χωρὶς διάκρισιν) κοιν. 2) Κατ᾽ εὐθεῖαν, χωρὶς παρέκκλισιν κοιν.: Γραμμή! (πορεία κατ᾽ εὐθεῖαν, ἰδίως διὰ τοὺς ναυτικοὺς). Πηγαίνω - τραυῶ γραμμή. Πάει γραμμὴ ᾽ς τὸν Παράδεισο - ᾽ς τὴν Κόλαση. Μετὰ τὴ δουλε͜ιὰ πάει γραμμὴ ᾽ς τὴν ταβέρνα. Τοῦ ἔλεγα νὰ σταματήσῃ, κιˬ αὐτὸς ἐτραύα γραμμὴ γιˬὰ τὸ καφενεῖο. Φυτεύει τὰ κυπαρίσσιˬα γραμμὴ κοιν. Γραμμὴ τὰ παπόριˬα καὶ ᾽ς τὴν Πάργα Ἤπ. (Μαργαρ.) Φεύγουνε γραμμὴ γιˬὰ τὸ παλάτι Μῆλ. Πῆρ᾽ τοὺ ψάρ᾽ διπλουμένου ὅπους ἦταν κὶ γραμμὴ γιˬὰ τοὺ σπίτ᾽ Στερελλ. (Παρνασσ.) 3) Ἄνευ ἐπιλογῆς, ἀνεξαιρέτως κοιν.: Ἀρρωστήσανε ὅλοι γραμμή. Νὰ φύγετε ὅλοι γραμμή. Τοὺς ἔδιˬωξε ὅλους γραμμὴ κοιν. 4) Συνεχῶς, ἡ σημασία ἐκ τῆς κατ᾽ ἐπανάληψιν γενομένης πράξεως κοιν.: Φυτεύει γραμμή. Πουλάει γραμμή, ὅπου βρῇ καὶ ὅσο βρῇ. Τὸ παίρνω γραμμὴ (δὲν παρακλίνω ἀπὸ ὡρισμένην κατάστασιν). Τὸ πῆρε γραμμὴ καὶ βρέχει (βρέχει συνεχῶς) κοιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/