ἄστριφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄστριφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄστριφτος ἐπίθ. κοιν. ἄστριφτους βόρ. ἰδιώμ. ἄουφτε Τσακων. ἄστριβος πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ - καὶ τοῦ ἐπιθ. στριφτός.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κλωσθεὶς κοιν.: Ἄστριφτο μαλλὶ-μετάξι-μπαμπάκι-νῆμα-σκοινὶ κττ. κοιν. Ἄστριφτο στημόνι Μέγαρ. Κλωνὰ ἄστριβη Βούρβουρ. Ἁρπεδόνα ἄουφτε Τσακων. || Φρ. ᾽Επάντρεψε τὴν κόρη της μ’ ἄστριφτη κλωστὴ (ἄνευ δυσχερειῶν) Πελοπν. (Δημητσάν.) 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ συστρέψῃ Λεξ. Δημητρ.: Ἄστριφτο σίδερο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA