γκριμοτσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκριμοτσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκριμοτσιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γκριμουτὰ Μακεδ. (Βόιον Γέρμ. Γρεβεν. Δαμασκ. Καστορ.)
Ετυμολογία
Πιθανὸν ἐκ τοῦ Κουτσοβλαχ. grumάdjû < Ἀλβαν. = grumàs οἰσοφάγος, λαρύγγι.
Σημασιολογία
1) Ἡ λαιμαργία Μακεδ. (Γερμ. Γρεβεν.): Πῆι κιˬ ἔφαι τοὺ γλυκό˙ τί γκριμουτὲς εἶν’ αὐτές! 2) Ἡ λειχουδιὰ Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ. Καστορ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA