γραμμίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραμμίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γραμμίτσα ἡ, κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γραμμὴ ὡς ὑποκορ.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ γραμμὴ κοιν.: Μιˬὰ γραμμίτσα ἀποδῶ, μιˬὰ γραμμίτσα ἀποκεῖ, ἔγινε τὸ σκίτσο Ἀθῆν. Καὶ θά ᾽δειχνε τὸ καινούριˬο της φουστάνι ἀπὸ ριγωτὴ μουσελίνα, μιˬὰ στενὴ γραμμίτσα ἄσπρη Γ. Ξενόπ., Λάουρ., 85. Συνών. γραμμιδάκι, γραμμούλα 2) Εἶδος παιδιᾶς Θρᾴκ. (Καρωτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA