βελούχι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βελούχι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βελούχι τό, πολλαχ. βιλούχι ΜΜαλακάσ. ἐν Ἀνθολ. Η Ἀποστολίδ. 222 βιλού’ Στερελλ. (Αἰτωλ. Δωρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. μεσν. οὐσ. βελούχιν πιστοποιουμένου ὑπὸ τοῦ τοπων. Βελούχιν.

Σημασιολογία

1) Πηγὴ ἀφθόνου ὕδατος πολλαχ.: Ξεχειλᾶν τὰ βελούχια ΚΚαραβίδ. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 188: Πιτάχκι πίσου τοὺ νιρὸ κι᾽ γι’κι ἕνα βιλού’ Δωρ. Αὐτὸ τοὺ βιλού’ βγά’ δυˬὸ κιφάλιˬα νιρὸ Αἰτωλ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπον Βελούχι καὶ Βελούχιˬα τά, καὶ ὡς τοπων. Στερελλ. 2) ᾿Εξοχικὸν καφενεῖον συνήθως πλησίον πηγῆς Λευκ.-ΚΧατζοπ.Πύργ. Ἀκροπότ. 30 ΜΜαλακάσ. ἔνθ’ ἀν: Ἀντίκρυ ἀπὸ τὸν πύργο ἄνοιξε ἕνα βελούχι κ᾿ ἡ ἀκροποταμιˬὰ πῆρε ζωὴ ΚΧατζόπ. ἔνθ'ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/