γκρινιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρινιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκρινιˬάζω κοιν. γκρινιˬάζου Εὔβ.(Στρόπον.) Ἤπ. (Κουκούλ.) Θάσ. Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Μακεδ. (Δεσκάτ. Καταφύγ. Χαλκιδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ Καλοσκοπ. Περίστ. Ὑπάτ.) gρινιˬάζω ’Ερεικ. Κέρκ. Κρὴτ. Μέγαρ. Σύμ. gρινιˬάζου Σάμ Σκόπ. gριν-νιˬάζ-ζω Κῶς (Πυλ.) Σύμ. γκρινιˬάτζω Σίφν. γκρινιˬάζω μὰ Τσακων. (Χαβουτσ.) γκινιˬάζουρ ἔνι Τσακων. γρινιˬάζω Δαρδαν. Εὔβ. (Ἀνδρων. Κάρυστ.) Ἰων. (Σμύρν.) Κάρπ Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κρὴτ. Κίσ. Πλάκ. Σφακ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Μακεδ (Σισάν. κ.ἀ.) Μέγαρ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ.) Πελοπν. (Ἠλ. Μάν.) Σκίαθ. Σῦρ. Χίος (Βροντ. Ἐγρηγόρ.) –Α. Παπαδιαμ., Νοσταλγ., 97 –Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. γρινιˬάζου Εὔβ. (Βρύσ.) Ἤπ. Θεσσ. (Γερακάρ.) Θρᾴκ. (Μαρών.) γρινιˬάω Θρᾴκ.(Αἶν.) γρινιˬῶ Κρήτ. (Ἔμπαρ. Νεάπ. κ.ἀ.) κ.ἀ. –Λεξ. Βάιγ γιρνιˬάζου Λυκαον (Σίλ.) Ἀόρ. gρίνιˬακα Μέγαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ του οὐσ. γκρίνιˬα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άζω. Ὁ τύπ. γρινιˬάζω καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Α 1972 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) Ὁ τύπ. γρινιˬῶ καὶ εἰς Ἐρωτοκρ. Β 357 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) καὶ Θυσ. Ἀβραάμ, στ. 441 (ἔκδ. Γ. Μέγα). Ὁ τύπ. γρινιˬάζω καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Α) Ἀμτβ. 1) Δεικνύω ἐριστικὰς διαθέσεις μεμψιμοιρῶν περί τινος πράγματος κοιν.: Ὅλο ταὶ gρινιˬάζει τ’ ἀdρόυνο τοῦνο Μέγαρ. Μὴ γκρινιˬάζῃς ὁλοένα, βαρέθηκα νὰ σ’ ἀκούω Πελοπν. (Αἴγ.) Γρινιˬάζουν καὶ ’φτοὶ καὶ δὲ θὰ πᾶ’ gαλὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γκρινιˬάζει μ’ ὅλο τὸν κόσμο Πελοπν. (Κορινθ.) Γκρινιˬάζ’ μὶ τοὺ τίπουτα αὐτὸς οὑ γέρουντας Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ὅλο σκοτουριˬασμένος ἤτονε κιˬ ὅλο ἐgρίνιˬαζε κ᾽ ἐμάλωνε μὲ τσὶ φαμέγιˬους του Κρήτ. Γρινιˬάζει ὅλη μέρα σὰ dὸ σκύλλο δίχως νὰ τοῦ κάμω τίποτα Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Γκρίνιˬαξαν ’γά’, ὕστιρα τὰ άαν μέ’ γάλα Εὔβ. (Στρόπον.) || Παροιμ. Ἄς γυρίζῃ ὁ μύλος κ’ ἂς γρινιˬάζῃ ἡ γραῖα (ἐπὶ τῶν ἁδιαφορούντων πρὸ τοῦ ἰδίου συμφέροντος διὰ τὰς ἀντιδράσεις τῶν ἄλλων) Κύθηρ. || Γνωμ. Ὅπο͜ιους γκρινιˬάζ’ ἀδυνατίζ’ κιˬ ὅπο͜ιους γιλάει παχαί’ Στερελλ (Ἀχυρ.) || ᾌσμ. Γιˬὰ σένα μὲ μαλώνουνε, γιˬὰ σένα μοῦ γρινιˬοῦνε, γιˬὰ σένα δὲ μὲ θέλουνε ’ς τὸ σπίτι νὰ μὲ δοῦνε Κρήτ. Γιˬὰ δές με πῶς ἐπόδωσα κιˬ ὅλο γρινιˬῶ καὶ κλαίω αὐτόθ. Ὅσο πατεῖς τὴν ἔχερη, τ’ ἀλέτρι χαμηλώνει, ὅσο γρινιˬᾶς τ᾿ς ἀγάπης σου, τόσο καὶ σοῦ σιμώνει αὐτόθ. β) Ἐπὶ νηπίου, κλαυθμυρίζω Εὔβ. (Βρύσ. Στρόπον.) Θρᾴκ. (Μαρών.) Κάρπ. Κέρκ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Μέγαρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σκίαθ. Σκόπ. Σύμ. κ.ἀ. Γκρινιˬάζ’ τοὺ μουρὸ Χαλκιδ. Τι’ ἔ’ τοὺ πιδὶ κὶ γρινιˬάζ’; Μαρών. ’Dα ἔχει τὸ ἄμοιρο τὸ παιδὶ τσαὶ ὅλο gρινιˬάζ’; σήμερις; Μέγαρ. Γρινιˬασμένος εἶναι πάλι ὁ ᾿ιˬός, ὅλη μέρα ’κλαιε σήμερα, λὲς καὶ τίοτα πονάκι τὸ πειράζει τὸ κακόμοιρο Ἀπύρανθ. 2) Μεταφ., ἐπὶ τοῦ καιροῦ μεταβάλλομαι ἐπὶ τὰ χείρω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ’Εγρίνιˬασεν ὁ καιρὸς καλά. Θαρρεῖ κανεὶς πὼς θὰ γρινιˬάσῃ ὁ καιρός, μόνου μὴ ’υρεύγετε νὰ πᾶτε πούδετα. β) Ἔχω πένθιμον, μελαγχολικὴν ὄψιν, καταλαμβάνομαι ὑπὸ θλίψεως Κρήτ. (Πλάκ. Σφακ. κ.ἀ.) || ᾌσμ. Ἐγρίνιˬασε τὸ σπίτι μου, πουλλί μου, κ’ ἐρήμωσε ἡ αὐλή μας, λέω, παιδί μου (μοιρολ.) Σφακ. Σώπασε, νύφη, μὴ γρινιˬᾷς καὶ βλοηθῆκα gιˬ ἄλλες, ἀρχόdισσες, βασίλισσες καὶ ρήγισσες μεγάλες Κρήτ. Ἐχτὲς πρωὶ ἐπέρασα κ’ ἤσουνε γρινιˬασμένη, ’ς τὴ γάστρα τοῦ βασιλικοῦ ἤσουν ἀκουbισμένη Πλάκ. Β) Μετβ 1) Προσβάλλω, ἐπιπλήττω, καταθλίβω τινὰ Εὔβ. (Βρύσ. Στρόπον.) Ζάκ. Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ.) κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ.: Δὲν περνάει καλά, τ’ γκρινιˬάζ’ οὑ ἄντρας τ᾿ς Στρόπον. Γιˬατί γκρινιˬάζ’ς τὰ πιδιˬά, μουρή; Ἀχυρ. Τόνε γρινιˬάζει πολὺ τὸν ἄντρα της Βρύσ. Γρινιˬάζει με κ᾽ ἤφαέ με Ἀπύρανθ. Γρινιˬάζει με νὰ βάω τσὶ ᾽ονεῖς μου νὰ μοῦ κάμουσι bροκοσύφωνο αὐτόθ. Μέρα νύχτα μὶ γκρινιˬάζ’ ἡ ’ναῖκα, γιˬατὶ νὰ πάρου αὐτεῖνου τοὺ βόιδ’ Αἰτωλ. Γρινιˬασμένοι ’μεστα καὶ δὲ μιλε͜ιόμεστα, δὲ bάω ᾿ς τὸ σπίτι dωνε καθόλου Ἀπύρανθ. Ἤλειπεν ὁ ᾿αbρός μου κ’ ἦρθε γρινιˬασμένος καὶ δὲ bοροῦμε νὰ καταάβωμε εἶdα ’χει, λὲς καὶ τίοτα τοῦ ᾽πε gανεῖς Ἀπύρανθ. Γρινιˬασμένος εἶν᾽ ἐουτὸς πρέπει μὲ τὴ νοικοκιˬουρά dου αὐτόθ. ‖ ᾌσμ. Κιˬ ὁ ἀδερφός τ’ ὁ Νικολῆς κάθεται γρινιˬασμένος καὶ ’ς τὸ δεξιόν του μάγουλο εἶν’ ἀποκκουbισμένος Κρήτ. 2) Ἐπὶ κυνὸς ἢ γαλῆς, ἐπιδεικνύω ἀπειλητικὥς τούς ὀδόντας γρυλλίζων συγχρόνως Κρήτ. (Πεδιάδ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ἦλ. Κερπιν. Μαντίν. Τριφυλ.): Γκρινιˬάζει ὁ σκύλλος-ἡ γάττα Ἀρκαδ. Πῶς μοῦ λὲς ὅτι δὲν τρώει, ἀφοῦ γκρινιˬάζει ἀπὸ τώρα; (ἐνν. ὁ κύων) Τριφυλ. Τὰ σκυλλιˬὰ γκρινιˬάζουν, γκροὺ-γκροὺ Μαντίν. || Παροιμ. Ὁ λαγὸς ἐgρίνιˬασε τ’ ἀοριˬοῦ καὶ τ’ ἀόρι εἶdα τὸ γνοιˬάζει; Πεδιάδ. β) Καὶ μεταφ., ἐπὶ ἀνθρώπου Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Πελοπν. (Βερεστ.): Gρίνιˬαξε, μωρή, gρίνιˬαξε γιˬὰ νὰ σοῦ ἰδοῦμε τὰ δόdιˬα σου ἂν εἶναι ὄμορφα (πρὸς γελῶντα) Ἀργυρᾶδ. Ἐγκρινιˬάζανε οὕλη μέρα σὰ dὰ σκυλλιˬὰ Βερεστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA