βένα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βένα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βένα ἡ Ἤπ. Θήρ. Κέρκ. Κρήτ Νάξ. Πελοπν. (Πάτρ.) κ.ἀ.-ΚΣτασινοπ.͵ Κρασὶ 65-Λεξ. Βλαστ. 323 βῆνα Εὔβ. (Κουρ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κύπρ. Λέσβ. Πελοπν. (Λεβέτσ.) Σύμ. Σῦρ. βῆγνα Θρᾴκ. (Βιζ. Μήδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Λατιν. vena. Ὅτι ἡ λέξις παλαιὰ μαρτυρεῖ τὸ μεσν. βῆνα, δι’ ὃ ἰδ. Δουκ ἐν λ. βῖνα.

Σημασιολογία

1) Φλὲψ τῆς σαρκὸς Ἤπ. Κέρκ. Νάξ. κ.ἀ.: Μεταφ. φρ. Ἔχω βέν’ ἀπὸ χτικιὸ (εἶμαι φθισικὸς) Ἤπ. β) Φλεβοειδὴς ἢ κυματιστὴ γραμμὴ ἐπὶ μαρμάρου, ξύλου, ὑάλου κττ. Κρήτ.-ΚΣτασινόπ. ἕνθ’ ἀν -Λεξ. Βλαστ.: Τὸ ξύλο ἔχει βένες Λεξ. Βλαστ. Οἱ μποτίλλιˬες νὰ μὴν ἔχουν στίγματα μήτι βένες ΚΣτασινόπ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὑπόγειος φλὲψ ὕδατος ἀναβρύοντος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) β) Ἀφθονία Σύμ. 3) Τένων τοῦ κρέατος, νεῦρον Θήρ. Κρήτ. Πελοπν. (Πάτρ.) 4) Λωρίς, λεπτὸν τεμάχιον Θήρ. 5) Θρὶξ Κύπρ.: ᾎσμ. ’Ποὺ τὰ μαλλιˬά σου τὰ ξανθὰ δῶσ’ μου τσαὶ μὲν δκυˬὸ βῆνες νὰ κάμω ποϊνόρραμ-μαν νὰ δίν-νω τὲς ποῖνες. 6) Στρῶμα μετάλλου ἢ λίθου ἐντὸς τῆς γῆς Θρᾴκ. (Βιζ. Μήδ.) Κύπρ. Λέσβ. Πελοπν. (Λεβέτσ.): Ηὗρα μιˬὰν βῆναν παμπακόπετραν Κύπρ. 7) Λατομεῖον Εὔβ. (Κουρ,) 8) ᾿Αργιλλῶδες χῶμα διὰ τοῦ ὁποίου στρώνονται αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν Σῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/