ἀστρογγύλευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστρογγύλευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστρογγύλευτος ἐπίθ. Λεξ. Γαζ. (λ. ἀτόρνευτος) ᾿Ηπίτ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στρογγυλευτὸς<στρογγυλεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ στρογγυλευθεὶς ἰδίως διὰ τόρνου, ἀτόρνευτος ἔνθ᾽ ἀν. : Ἀστρογγύλευτη μαγκούρα-μυλόπετρα Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀστρογγύλωτος. 2) Ὁ μὴ δεκτικὸς στρογγυλεύματος Λεξ. Δημητρ. : ᾽Αστρογγύλευτη στουρναρόπετρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA