βένετος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βένετος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βένετος ἐπίθ. Καππ. (Σινασσ. Φάρασ. κ.ἀ.) Κύπρ. Πόντ. (Ἀμισ. κ.ἀ) -Λεξ. Βλαστ Δημητρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. βένετος.
Σημασιολογία
Κυανοῦς, γαλάζιος ἕνθ’ ἀν.: Ροῦχον βένετον Κύπρ. Βένετα μάθια αὐτόθ. || ᾎσμ. Τ’ ἕνας κοντός, κοντούτσικος ταὶ χαμηλοβρακᾶτος εἶεν τὰ μ-μάδκιˬα βένετα ταὶ νεˬότην γιˬὰν τὸν δράκων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA