γράνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γράνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γράνα ἡ, (ΙΙ) Ἀθῆν. Θήρ. Κυκλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grαno = κόκκος σίτου. Ἡ μεταβολὴ τῆς καταλ. κατὰ τὸ στάλα.

Σημασιολογία

Σταγών, θρόμβος, μικρὰ ποσότης ὑγροῦ Θήρ. Κυκλ.: Δός μου μνιˬὰ γράνα νερό, γιˬατ᾽ ἐκακάρωσα᾽ ἀπὸ τὴ δίψα μου Θήρ. Συνών. γουλιˬά, νυχιˬά, στάλα, σταλιˬά, στάξη, σταξιˬά, ὕγρα, ὑγριˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/