γρανάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρανάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γρανάδι τό, ἀμάρτ. γρανάδ᾽ Λέσβ. γαανάδ᾽ Σαμοθρ. γαρνάδ᾽ Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γράνα (Ι). Διὰ τὸν τύπ. γαανάδ᾽ βλ. Ν. Ἀνδριώτ., De quelques faits phonétiqus du dialecte modern de Samothrace, Ἀρχ. Θρᾳκικ. Θησ. 6 (1939|40), 161 - 162.
Σημασιολογία
Ἀμυχή, ξέσχισμα ἔνθ᾽ ἀν.: Παλιˬόστσ᾽λλους ἤβγαλέν τα γρανάδ᾽ τ᾽ ἀθρουπιˬοῦ τὰ τσιρβούλιˬα (τὸ παλιόσκυλλο ἐξέσχισε τὰ ὑποδήματα τοῦ ἀνθρώπου) Λέσβ. Μὶ τζουγάα᾽σι ἡ γάττα κὶ μ᾽ ἔκαι γαανάδ᾽ (μοῦ ἐξέσχισε τὴν ἐπιδερμίδα) Σαμοθρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA