βενετώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βενετώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βενετώνω Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βένετος.
Σημασιολογία
Γίνομαι κυανοῦς ἢ κυανόμαυρος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Τὸ πρόσωπόν του μαύρισεν, τὰ μάδιˬα βενετῶσαν Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA