γκρίντα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρίντα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκρίντα ἡ, Α. Τραυλαντ., Ν. Ἑστ. 19 (1936), 831 gρίdα Ἰθάκ. Κέρκ. γρίdα Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grida = κραυγὴ, φήμη, μομφὴ.

Σημασιολογία

1) Φωνὴ Κέρκ. β) Θρῆνος Κέρκ. 2) Μεμψιμοιρία, ἔρις Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) –Α. Τραυλαντ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔπεσε γρίdα’ς αὐτὸ τὸ σπίτι, σὰν ἀφορεσμὸς Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Ἄρχισε τὴ γκρίντα, νὰ τὴν πάω ’ς τὸ Παρίσι...Α. Τραυλαντ., ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. καὶ παρωνύμ. ὑπὸ τύπ. Γρίdας Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/