βενζινόπλοιο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βενζινόπλοιο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βενζινόπλοιο τό, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βενζίνη καὶ πλοῖο.
Σημασιολογία
Πλοῖον κινούμενον διὰ βενζινομηχανῆς. Συνών. βενζινοκάικο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA