ἀστροπελεκοφαγωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστροπελεκοφαγωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστροπελεκοφαγωμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀστροπελεκοφαωμένος Νάξ. (᾽Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστροπελέκι καὶ τοῦ φαγωμένος μετοχ. τοῦ ρ. τρώγω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος ὅστις εἴθε νὰ γίνῃ παρανάλωμα τοῦ κεραυνοῦ (ἐν ἀραῖς). Συνών. ἀστραποκεντημένος. Πβ. *ἀναλαμποκεντημένος, ἀνελαbισμένος (ἰδ. ἀναλαμπίζω 1), *ἀναλαμποφαγωμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA