γρανιτσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρανιτσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρανιτσιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γρανιτιˬὰ Δ. Δημαδ. Δασικ. βλάστ. Ἑλλάδ, 22 Χελδρ. - Μηλιαρ., 85 - Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γρανίτσα (ΙΙ) καὶ ἀναλογικῶς πρὸς ἄλλα φυτά, ὅπως κερατιˬά, ἰτιά.
Σημασιολογία
Τὸ δασικὸν δένδρον Δρῦς ἡ κηρρὶς (Quercus sessiliflora) τῆς οἰκογενείας τῶν Κυπελλοφόρων (Cupuliferae) ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA