γράνο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γράνο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γράνο τό, Ἀθῆν. Ζάκ. Νάξ. Παξ. gράνο Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grαno = κόκκος. Πβ. καὶ Δουκ., App., 51: «γράνον, ὁ καρπὸς τοῦ στροβίλου καὶ γράνα τὰ κουκουνάρια».

Σημασιολογία

1) Κόκκος, ὡς ὅρος φαρμακευτικὸς Ἀθῆν. Ζάκ. Νάξ. Παξ.: Σήμερα θὰ πάρῃς ἕξι γράνα κινίνο Παξ. β) Ὁ βαθμὸς θερμοκρασίας ἀσθενοῦς ἐκ συγχύσεως πρὸς τά γράδο (τὸ ὁπ. βλ.) Νάξ. Παξ.: Ἔχει τριάντα ὀχτὼ γράνα θέρμη. Παξ. 2) Νομισματικὴ μονὰς ὶσοδύναμος κατ᾽ ἀξίαν πρὸς μίαν πεντάραν Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.): Τσαὶ τοῦ ἔδιτσε dύο gράνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/