βεντερουγόνερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βεντερουγόνερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βεντερουγοχόρταρο τό. ΘΧελδράιχ. 76 -Λεξ. Δημητρ. βεdερουγοχόρταρο Κεφαλλ. βεντουροχόρταρο Λεξ. Βλαστ. 468 Δημητρ. | βεdουροχόρταρο Κεφαλλ. βιντουρουχόρταρου Θεσσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. βεντερούγα καὶ χορτάρι. Τὸ βεντουροχόρταρο καθ' ἁπλολογίαν.
Σημασιολογία
Τὰ πρὸς θεραπείαν τῆς νόσου βεντερούγας φυτὰ τοῦ γένους τοῦ ἀρνογλώσσου (plantago) τῆς τάξεως τῶν άρνογλωσσωδῶν (plantaginaceae) καὶ ἰδίως ἀρνόγλωσσον τὸ ψύλλιον (plantago psyllium) ἔνθ᾽ ἀν. (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 10 <1929> 200). Συνών. ἀσημόχορτο 2, βεντερουγόχορτο, ψυλλόχορτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA